- προσῳδίαν
- προσῳδίᾱν , προσῳδίαsong sung to instrumental musicfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek
ψέλιο — το / ψέλιον, ΝΑ, και ψέλι Ν, και ψέλλιον και σπέλιον και αιολ. τ. σπέλλιον και ψίλ(λ)ιον, Α κόσμημα σε σχήμα κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό τού χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, βραχιόλι νεοελλ. 1. στρ. καθένας από τους ορειχάλκινους … Dictionary of Greek
Κυπαρίσσης, Νικόλαος — (Κρήτη 1879 – 1944). Αρχαιολόγος και λόγιος. Σπούδασε σε διάφορα πανεπιστήμια της Ευρώπης και μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα διορίστηκε έφορος αρχαιοτήτων Αχαΐας και Ήλιδος. Αργότερα διετέλεσε διαδοχικά έφορος στην Ακρόπολη, στην Αττική, στη… … Dictionary of Greek